Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Πράξεις αυτογνωσίας vol1.




Δύο χιλιάδες και δεκατρείς μονάδες ο νέος μαγικός αριθμός, στον οποίο πολλοί από εμάς εναποθέτουμε πλέον όλες τις ελπίδες μας. Και έχω την ανάγκη κάτι να πω για όσα με επισκέφτηκαν, περισσότερο όμως για αυτά που πρόκειται να έρθουν. Για όλα αυτά που τελικά είναι πιο κοντά απ' όσο νόμιζα..



Μιλώ για αυτούς που έφυγαν. Χωρίς να ρωτήσουν. Θρηνώ για αυτούς τους ανόητους και τις στιγμές που πέταξαν, χωρίς καν να συνειδητοποιήσουν την πολυτέλεια τους. Κρίμα σ' αυτούς που προσπέρασαν στιγμές, κρίμα σ' αυτούς που δεν μπόρεσαν να δούνε την ομορφιά που τους κρυφοκοιτάζει απ' τα πιο ταπεινά μέρη. Ο κρυμμένος θησαυρός πουλήθηκε, πριν καλά καλά ξεκλειδωθεί, πολύ φθηνότερα απ ΄ό,τι πίστευα. Δεν ξέρω τι από τα δύο είναι χειρότερο.



Εχθρός και φίλος, αγαπητό δύο χιλιάδες και δεκατρείς μονάδες, αυτό είσαι. Όχι δεν θα πετάξω τίποτα από τον προκάτοχο σου. «Να φύγει και να μην ξανάρθει» ακούστηκαν μαχαίρια οι λέξεις. Έχω το θάρρος να πιστέψω πως έφυγε ανεκμετάλλευτο, με σκυφτό το κεφάλι. Αλλά εγώ τον ευγνωμονώ για την σπουδαία πρώτη ύλη που μου χάρισε. Φτωχικά μεν αλλά τίμια, τα βγάλαμε πέρα. Φυγόπονοι είμαστε, και αχάριστα πλάσματα. Φοβόμαστε να αναλογιστούμε το βάρος των πράξεων μας. Εξού και η επιθυμία πολλών να σε απεμπολήσουν μακριά αγαπημένε προκάτοχε.. να ξεχαστείς μια για πάντα. Γιατί πόνεσαν, που δεν τους χάρισες έστω και λίγες στιγμές ευτυχίας.




Θα τα κρατήσω όλα λοιπόν. Η αφαίρεση θα ήταν μία πράξη αυτοκτονίας.. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Ούτε τα κάλπικα σου χαρτονομίσματα, ούτε τις φωτιές που ακόμα σιγοκαίουν, ούτε τις ηχηρές φωνές που δεν βρήκαν παραλήπτη, ούτε την εμπόλεμη ζώνη της πόλης, ούτε τις χαμένες ψυχές που επιζούν με σθένος στις σκοτεινές στοές..μα πάνω απ’όλα δεν ξεχνώ την αγαπημένη μου τενεκεδένια πολιτεία. Γι’αυτό, μπορεί να σε αφήνω πίσω μου μα να ξέρεις,,κάθε τόσο θα σε βρίσκω μπροστά μου. Είμαστε ελεύθεροι, και στο δικαίωμά μας αυτό, όπως και σε κάθε άλλο δικαίωμα, ελλοχεύει η απειλή του λάθους.


Ήρθες λοιπόν. Πιο σύντομα από τις προσδοκίες μου. Δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή από ένα θερμό, παιδιάστικο καλωσόρισμα. Αφήνομαι.. και αιωρούμαι πάνω απ' τον κόσμο, βιώνοντας με πάθος αυτό που μέλλει να γίνει. Η διάψευση πιθανή συνοδοιπόρος μα ούτε εδώ έχω πολλές επιλογές. Συνεχίζω λοιπόν διεκδικώντας τις πιθανότητες. Ιστορία είσαι και κινείσαι μεταξύ πιθανού και δυνατού, μένει να δούμε ποιά είναι λοιπόν τα όρια σου,,

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Push the button to stop thinking

Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,

Γνωρίζω καλά πως οι παραγγελίες είναι πολλές γι' αυτό προτρέχω, μπας και καταφέρω κάτι, μιας και πέρυσι με ξέχασες. Απ' όσα μπορώ να θυμηθώ ξέχασες πολλούς, ιδίως εδώ στο νότο. Κρίμα.. και πίστευαν σε σένα. Σου ξαναστέλνω αυτήν την επιστολή για δεύτερη χρονιά, παραποιώντας λίγα απ' τα λόγια μου. Με την διαφορά πως φέτος θα είμαι πιο λιτή πάρα ποτέ. Δεν μπορώ να κάνω και διαφορετικά άλλωστε.

Το ξέρω πως ο απολογισμός της προηγούμενης χρονιάς θα μπορούσε να ήταν και καλύτερος, ωστόσο, ακόμα και έτσι, νομίζω πως δικαιούμαι και εγώ ένα μικρό δωράκι. Ονειρεύομαι μέρες τώρα, πως φέτος, μες στην χριστουγεννιάτικη κάλτσα θα υπάρχει ένα μπλε μικροσκοπικό μηχανάκι-φημολογείται πως πρόσφατα κυκλοφόρησε στις αγορές του κόσμου. Λένε πως οι δυνατότητες του είναι απερίγραπτες. Κάποιος μου είπε ,μάλιστα, πως του χάρισε πολύτιμες στιγμές χαλάρωσης και αποχής από το ακούραστο brainstorming του. Του κόστισε βέβαια τον κούκο αηδόνι αλλά εγώ λέω χαλάλι το αηδόνι και τον κούκο μαζί. Κάνε μου λοιπόν αυτό το δώρο άγιε μου βασίλη και σου υπόσχομαι πως δεν θα ξαναπώ σε κανέναν ότι δεν υπάρχεις!

Ίσως με αυτόν τον τρόπο αποκτήσω πάλι το απολωλώς πρόβατο που μου στέρησαν χωρίς να μου ζητήσουν καν την άδεια. Το σκέφτομαι ως εξής: Θα πατήσω το ON και τατατατααα ..δεν θα με αγγίζει καμία αλυσίδα. Το μυαλό θα απεγκλωβιστεί και δεν θα με απασχολεί τίποτα πια. Θα γίνω ένα άβουλο πλάσμα. Ξανά πίσω στα θρανία του δημοτικού! Θα μπορέσω να δω επιτέλους "αυτό", έτσι όπως είναι και όχι έτσι όπως θα ήθελα ή θα μπορούσε να είναι. Δάκρυ δεν θα ξανακυλήσει γιατί απλά δεν θα έχει λόγο.

Ο ήλιος θα ξαναγινόταν κίτρινος -μόνο!- γδυτός από πορτοκαλοκόκκινες αποχρώσεις. Ο ουρανός θα ήταν μπλε, σχεδιασμένος με τον μπλε μαρκαδόρο που τον ζωγραφίζαμε στις ακουαρέλες του δημοτικού. Θα υπήρχαν μικρά άσπρα σπιτάκια,δωρικά στολισμένα και ένας ξυπόλυτος άνθρωπος, η ροζ φιγούρα με στρογγυλό κεφάλι και τις 5 γραμμές για προέκταση(2 ευθείες τα χέρια του, μία το σώμα του και δύο οδοντογλυδίφες τα ποδαράκια του).

Θα σταματούσα να κρυφοκοιτώ πίσω από τις κουρτίνες του προφανούς, γιατί απλά θα ήταν όλα προφανή. Εύκολα, τόσο εύκολα όσο η ζωή ενός παιδιού. Δεν θα φοβόμουν το αύριο γιατί θα ζούσα μόνο το σήμερα και αυτό θα μου αρκούσε. Θα σ' αγαπούσα πιο πολύ, ατρόμητη σαν θα ζούσα. Θα έβλεπα την ομορφιά ξανά μες απ' το πιτσιρίκι, με τον ίδιο τρόπο που αυτό με κοίταξε σήμερα. Ένα κουμπάκι τόσο δα μικρό, τί ψυχή έχει; ρόδινη αν κάνει μία ζωή; Η αναζήτηση της αλήθειας μου θα τελειώσει εκεί, η ύπαρξη μίας και μοναδικής αλήθειας θα την σκεπάσει και θα χαθεί στη λήθη. Καμία επίγνωση, καμία γνώση..


Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Περιπλάνηση νοl 1



Ξημερώνει η Κυριακή, πορτοκαλιά μες στο κουστούμι της. Με στεντόρεια φωνή κραυγάζει το παρόν της, Ο ήλιος ντροπαλός χαϊδεύει απαλά τις ψυχές των ανθρώπων. Μία απ’αυτές είναι και η δική μου. Παραξενεύομαι. Είναι εδώ για να τροφοδοτήσει σιωπηλά την ανάσα, που παρ’ολίγο να χανόταν. Ο βορειάς ήταν έτοιμος να την πάρει μαζί του. Παρατρίχα γλίτωσε.

Έβαλα πλώρη για άγνωστες διαδρομές. Ένα ακόμη δειλινό με βρίσκει να διασχίζω ανοίκειους δρόμους με τα βλέφαρα σκασμένα. Ένοχα βλέμματα, χρόνια φαγωμένα με προσπερνούν. Υγρά μάτια, σκουριασμένα σώματα. Δεν χαμηλώνω το βλέμμα μου. Συνεχίζω να τους κοιτώ. Κατάματα. Σήμερα, ναι σήμερα, το λιγότερο που οφείλεις να κάνεις είναι να κοιτάξεις τον άλλον κατάματα. «Δεν γίνεται, χρωστάω πολλά», μου απαντάς.

Άλλη μία μέρα σιωπής. Μία φιγούρα γνώριμη με κοιτά και μου λέει «Βλέπεις, δεν στο πα ποτέ, με έχεις γερά δεμενή». Ράγισε η καρδιά μου. Δεν κατάλαβα. Δεν είπα λέξη απλώς συνέχισα το περπάτημα. Ήθελα να της πω πως μου θυμίζει μία κυρία που ήταν κρυμμένη σε ουρανούς που φοβόταν. Παγιδευμένη εκεί, έβγαινε μόνο όταν της έλεγες «Μου έλειψες, μη πεις τίποτα, απλά κοίτα με». Αφήνε συχνά κάτω τα μαλλιά της, με την ελπίδα πως θα της χτυπήσει την πόρτα, αυτή η ψευδαίσθηση ελευθερίας που κάπου-κάπου την επισκεπτόταν. Ξεχάστηκε και αυτή. Γύρισα πίσω να την προλάβω. Μα είχε ήδη εξαφανιστεί.

Προχωρώ. Μουσικές αλλότριες ακούγονται πίσω από τα σκονισμένα πατζούρια. Μία κοπέλα παίζει ένα ξεκούρδιστο πιάνο στον 3ο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Το πιο ωραίο τραγούδι που έχω ακούσει. Την χειροκροτώ. Πού θα καταλήξει αναρωτιέμαι. Ένας άλλος, παραπατάει καθώς προσεύχεται να φτάσει σπίτι του, φαίνεται σουρωμένος. Καταπιάνομαι για λίγο με την ζωγραφική. Σχεδιάζω νοητά προορισμούς. «Είναι ωραία η ζωή» σκέφτομαι.

Παίρνω το δρόμο που βγάζει από την πόλη. Έφθασα κιόλας στο λιμάνι. Θα ήθελα να ήμουν σαν και σένα. Ένα πλοίο, με τα πανιά του ανοιγμένα, έτοιμο για αναχώρηση. Να μπορούσα σαν και σένα να μην χάσω άλλη μία όμορφη νύχτα. Με ρωτάς γιατί όχι; Δεν έχω απάντηση. Είναι που σιγά σιγά πέφτουν τα φύλλα, και ο χειμώνας καραδοκεί να μαστιγώσει τις ψυχές μας. Κοιτώ το ρολόι. Πέρασαν ήδη κάμποσες ώρες. Ήρθε η ώρα του γυρισμού. Δύσκολη ώρα..

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

La vie en rose??

(Μάλλον)η ζωή είναι απλή. Ή εν πάση περιπτώση έτσι σου έλεγαν από μικρό οπότε και πέρασε αυτόματα στο υποσυνείδητο. Η ζωή θα ήταν απλή. Θα ήταν απλή, αν δεν δίσταζα να αρπάξω την τελευταία ευκαιρία που μου δίνεις. Θα ήταν απλή, αν δεν τρώγονταν τα σωθικά μου με όλα όσα έχω φυλαγμένα για σένα. Θα ήταν απλή, αν κοιτούσα τη ζωή κατάματα. Και οι μέρες κυλούν. Ξυπνάς κακόκεφος και σήμερα. Οι πεταλούδες που κατοικούσαν κάποτε στην καρδιά σου, το έχουν σκάσει εδώ και καιρό. Μένουν πίσω οι αργοί της χτύποι. Αυτή είναι η ζωή σου. Εκείνη δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο-εσύ όμως;. Απλά δύει ανώδυνα. Τα χρόνια άλογα που τα παίζεις στον υπόδρομο και τελικά βγαίνουν τελευταία ενώ εσύ τα παρακολουθείς βλέποντας τις ελπίδες σου να εξανεμίζονται-παρέα με τις τελευταίες ψωροδεκάρες που είχες μαζέψει από μεροκάματα όλη την εβδομάδα.

"Νεολαία; Πού είσαι;" φωνάζεις, απελπισμένος. Θα σου πω εγώ. Βρίσκεται βαθιά βυθισμένη στον κατ'επίφαση νεανικό της βίο. Γερασμένη πριν την ώρα της, κατ'επίφαση ενθουσιώδης, κατ'επίφαση ερωτευμένη. Μία νεολαία ζαλισμένη-όχι από έρωτα ή αλκοόλ καλέ!- αλλά θολή από φόβους και τιτανοτεράστιες μικρότητες. Το τέλειο έχει αντικατασταθεί από το μέτριο. Ο έρωτας από τον συμβιβασμό. Η γοητεία του αγνωστού από την βολική μακροχρόνια σχέση μέσα στην οποία βαλτώνεις μέρα με τη μέρα. Ο θαυμασμός υποχώρησε, δριμύτατη έρχεται η εμπάθεια να υποκαταστήσει την κατάσταση. Τα μυθικά ρωμαΐκα κεριά έσβησαν προ πολλού, δεν καίγονται πια, αγαπητέ.

Ατόφιες στιγμές, ανέμελες φωτογραφίες, ζευγαρώματα αισθαντικά τα ζητούμενα σου. Θές να αισθανθείς την ζωή σου να γίνεται ξανά "λίγη", οι ώρες της ημέρας να στέκονται αδύναμες μπροστά στα χειμαρρώδη συναισθήματα σου και να γλιστράς ανάμεσα στις στιγμές αθόρυβα, δοξάζοντας την κάθε μέρα, τραγουδώντας τον έρωτα. Δεν έχουμε παρά να ελπίζουμε. Ως το πλέον αυτιστικό άτομο, ακούω συνεχώς αυτό, http://www.youtube.com/watch?v=Lbc_ggMf2Uc. Είναι η 2309843792837948372 φορά που με ταξιδεύει το άκουσμα μίας τέτοιας ρόδινης ζωής. Είναι η πρώτη φόρα ,όμως, που συνειδητοποιώ πως βαρέθηκα να ζώ ακούγοντάς την. Θέλω να την ζήσω.













Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

EKEI.

Ti einai afto pou otan to deis, pelagi dakriwn vrexoun ta stroumpoula sou matia? Ti einai afto pou methaei ta otta soy kathws i ennalagi twn ixwn tha se gargalaei vasanistika?-kai esy?esy eisai tagmenos se ena kai mono skopo: na gelas mexri kathe dakry soy na sterepsei, mexri o fovos sou na ginei to katamavro alogo, sto opoio pontares..mia olokliri zwi- kai en telei, to vlepeis na kovei telefteo to nima tou termatismou.

Kai ksafnou, vriskomai ekei.  Sto meros pou xronia twra fanazomoun. Kai tha ithela na isouna edw mazi me tin diki mou yparksi. Na to zousame mazi. Alla den isoun. Den eisai. Giati den mporeis na eisai. Giati den prepei na eisai. Ston topo afto, eimai nomas, taxidevw sta aperanta, anamesa stin pragmatikotita kai sto parelthon, anamesa sto aurio kai sto twra, endiamesi se mia thalassa psixwn-zwntanwn akoma. Ekeines kai egw. Egw kai ekeines. Kai i moysiki drwsa. Panta ekei.. syndetikos krikos olwn. Kai einai oi uperanthrwpes tou eaftou mou prospatheies gia ena eidwlo pio atofia apeikonismeno sti leia ma eksisou viaih epifaneia-panta misousa to gyali. Giati paramenei g y a l i. 


Ritides enos endoksou parelthontos, parelavnoun sto proskinio. Playmobile stivagmena se kamposa ekatomyria stremmata. Kinisi spasmodiki.  Aristero xeri psila. Deksi xeri psila. Kai ystera, pali apo tin arxi. I moni diaforopoisi? O tonos tis fwnis tous.. fwnes enthousiasmou. fwnes xaras. fwnes apognwsis. Xries metaksenies taftoxrona mperdemenes me mia piwmeni-allokota,wstoso, goiteftiki- parafonia kai ntoumpalin. Poluxrwma kymmata se apoxrwseis tou kokkinou skepazoun apala tis zwes. Tis zwes twn stivagmenwn playmobile. Tis zwes mas. Kokteil gefsewn kai aisthisewn. to xroniko mias zwis.

Logia pathiasmena, fouskwmena gia akoma mia fora. Ta vrika se ena pigadi. Skoteino kai pagwmeno. Me parakalesan na vgoun sto fws. Den eixa alli epilogi. Kalinixta.





Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Κανείς δεν ζει στο παρόν.

Θα έπρεπε να βρίσκομαι στη σελίδα 250 αυτή τη στιγμή που σου γράφω. Είμαι όμως ακόμα στην 100η και όπως φαίνεται, θα αργήσω να την γυρίσω. Και αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: ο πρώτος είναι απλός και εύκολα κατανοήσιμος. Δεν με ενδιαφέρουν τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα, ούτε οι βαλλιστικοί πύραυλοι που αναπτύχθηκαν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πόλεμου. Κατανοώ την πυρηνική ισορροπία της δεκαετίας του 1960 αλλά προς το παρόν-είπα παρόν ε;- δεν μου λύνει κάποιο από τα προβλήματα που παρελαύνουν στο κεφάλι μου. Και αυτός είναι ο δεύτερος λόγος, αρκετά πιο περίπλοκος από τον πρώτο. Ένα-δύο, ένα-δύο, ένα- δύο ακούω τον ρυθμικό βηματισμό των απανωτών σκέψεων που κατακλύζουν το μυαλό. 


Αυτό τον καιρό, υποδύομαι τον υπέροχο-ομολογώ!- ρόλο του τετράποδου. Βρίσκομαι με το ένα πόδι στο παρελθόν, με το άλλο πόδι στο μέλλον και με τα δύο χέρια μου στο παρόν. Υποθέτω ότι τα δύο πόδια μόνα τους είναι ισχυρότερα από τα δύο χέρια μαζί. Κάνω λάθος; Πιθανόν. Και το ένα τραγούδι θα φέρει το άλλο και εγώ μετέωρη να περπατώ ξανά σε γνώριμα σοκάκια του παρελθόντος. Και η μία συγκίνηση θα υποδεχθεί την άλλη και πάει λέγοντας. Σούπερ! Και οι ελπίδες του αύριο, θα με εκτοξεύσουν ξανά σε άλλη πραγματικότητα. Ίσως να είναι πιο υγρή και πιο γαλάζια και πιο λαχταριστή.

Προσγείωση ξανά στους βαλλιστικούς πυραύλους. Απογοήτευση. Το επόμενο βήμα; Παίζω με τις λέξεις, τις σχέσεις, τις ορέξεις και τις βλέψεις. Ύστερα, πιάνω τις νότες και τις μελωδίες. Το πεντάγραμμο και το σολφέζ. Και μέσα σ΄ όλα αυτά, σκέφτομαι ότι κανείς δεν ζει το παρόν. Κανείς δεν ζει στο παρόν. Όχι, δεν το κατακρίνω. Ίσως, να μην είναι και τόσο λάθος τελικά. Ποιός ξέρει.

Κύκνειο άσμα

[...] Ίδια εποχή, ένας χρόνος πριν. Ζούσα ευτυχισμένη μέσα στη νέα πραγματικότητα που είχα χτίσει με χαμόγελα, αγκαλιές και φίλους σε ένα μέρος μακριά από την Ελλάδα. Σε ένα μέρος στο οποίο η κάθε μέρα σου επιφύλασσε και μία νέα φιλία. Κάθε στιγμή και μία συναρπαστική έκπληξη. Οι μέρες κυλούσαν μα κανείς μας δεν έπαιρνε είδηση ότι αυτή η πραγματικότητα έφτανε στο τέλος της. Ή μάλλον, όλοι το γνωρίζαμε απλώς δεν θέλαμε να το παραδεχθούμε. Είναι αλήθεια.. ο άνθρωπος δεν είναι ευπροσάρμοστος στις αλλαγές. Σου κακοφαίνεται αρκετά, όταν κάποιος σου διαλύει την ευταξία, στην οποία έχεις συνηθίσει να ζείς ή τελοσπάντων στην οποία νομίζεις ότι ζείς.

Πράγματι, είχε φθάσει η στιγμή που πάντα σιχαινόμουν. Έπρεπε για ακόμα μία φορά να πω "αντίο". Μα τί άσχημη λέξη;; Και δηλαδή, πώς απαιτούν από μένα να πώ αντίο έτσι απλά; Θα προτιμούσα να εξαφανιζόμουν. Να μου έδινε ο Χάρρυ Πότερ τον μανδύα που σε κάνει αόρατο, να τον φορούσα και να χανόμουν αθόρυβα. Ο Χάρρυ Πότερ, αρνήθηκε. Συνεπώς, έπρεπε να αντιμετωπίσω για ακόμα μία φορά την βλοσυρή πραγματικότητα μόνη μου. Άδειασα το δωμάτιο μου ξεγυμνώνοντάς το από κάθε τι δικό μου: οι στιγμές που κρέμονταν στον τοίχο με τη μορφή φωτογραφιών, το κολλάζ που με τόσο κόπο έφτιαξα, τα συρτάρια με ξεχασμένες αφιερώσεις, γράμματα, λογαριασμούς, βιβλία. Όταν πια ολοκληρώθηκε η οδυνηρή αυτή διαδικασία, το μόνο που έμενε ήταν να αποχαιρετήσω όλους εκείνους τους ανθρώπους που βοήθησαν να δημιουργηθεί αυτό το μωσαϊκό της "ψεύτικης" πραγματικότητας στο οποίο ζήσαμε για έξι μήνες. [...]

Ο ήλιος από το παράθυρο διέσδυε με μεγάλη αποφασιστικότητα. Το μεσημέρι εκείνο βρήκε το δωμάτιο, στο οποίο ξετυλίχθηκαν οι στιγμές ευτυχίας μου, απογυμνωμένο σχεδόν στεγνό από τη μέθη των προηγούμενων μηνών. Έπρεπε να πω αντίο. Έπρεπε.  Αποχαιρέτησα πρώτα την συγκάτοικό μου αφήνοντας της ένα γράμμα. Έκατσα και έγραψα μία αράδα λέξεων. Ήταν γεμάτες από αγκαλιές, ελπίδες, όνειρα, φιλιά. Τις άφησα όλες εγκλωβισμένες στο χαρτί πάνω στο τέως γραφείο μου. Ύστερα ήρθε η σειρά της Γαλλίας, της Πορτογαλίας, της Αυστρίας, της Γεωργίας,της Πολωνίας, της Τουρκίας και της Ισπανίας.

Το ξεκίνημα αυτό άρχισε με ένα τεράστιο πάρτυ. Έπρεπε λοιπόν να κλείσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έτσι και έγινε. Στήθηκε πάρτυ πλάι στις όχθες του ποταμού. Προσκαλεσμένοι όλοι. Μηδενός εξαιρουμένου: από τους ανθρώπους μέχρι το φεγγάρι που έλαμπε και μας φώτιζε από ψηλά. Κάποιοι κλαίγαμε, κάποιοι γελάγανε, κάποιοι τραγουδούσαν αποχαιρετιστήρια άσματα. Άλλοι ορκίστηκαν επιστροφή στο ίδιο αυτό σημείο μετά από λίγα χρόνια. Τα δάκρυα ανακούφιζαν την ψυχή μου. Δάκρυα χαράς για όσα πέρασα και δάκρυα απέραντης λύπης τώρα που καλούμουν να τα αφήσω μία για πάντα πίσω μου.

Περασμένες 12. Οι γραμμές των τρένων έκαιγαν από την έλευση των μεταμεσονύχτιων συρμών. Για πρώτη φορά ευχόμουν να μην τηρηθεί η συνέπεια των σιδηροδρομικών δρομολογίων. Για πρώτη φορά, προσευχόμουν να γίνει κάτι την έσχατη στιγμή και να παραμείνω εκεί. Σε αυτή την χώρα που τόσο αγάπησα. Πλεονεξία. Και ενώ είχα πεισθεί ότι ίσως κάτι απρόσμενο συνέβαινε, μία δυνατή βουή ακούστηκε από τον σκοτεινό σιδηροδρομικό διάδρομο. Από τα μεγάφωνα, ακούστηκε μία ακόμα σλοβένικη ανακοίνωση: η ώρα που φοβόμουν είχε μόλις φθάσει. Η ώρα του αποχαιρετισμού. Το τρένο είχε μόλις φτάσει στο σταθμό. Επιβιβάστηκα. Δεν ήξερα αν ήθελα να κοιτάζω από το παράθυρο την πόλη να απομακρύνεται σιγά σιγά από τα θολά μου μάτια. Δεν ήξερα αν έπρεπε να κλάψω ή να γελάσω. Απόφασισα να κάτσω στο παράθυρο. Πράγματι, για τελευταία φορά μου αποδείκνυε πόσο όμορφη ήταν η πόλη αυτή φορώντάς τη νυχτερινή της ποδιά. "Καληνύχτα αγαπημένη". Καληνύχτα αγαπημένη μου" μονολόγησα.